διαπηγνύω

διαπηγνύω
(αόρ. διέπηξα) μετ.
1) скреплять перекладиной, крестовиной; 2) втыкать; вколачивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "διαπηγνύω" в других словарях:

  • διαπηγνύω — (Α διαπηγνύω) παρεμβάλλω ή μπήγω κάτι ανάμεσα σε διάφορα πράγματα για να τά στερεώσω αρχ. 1. μπήγω, σφηνώνω 2. σκληραίνω κάτι παγώνοντάς το …   Dictionary of Greek

  • διάπηγμα — το (Α διάπηγμα) [διαπηγνύω] 1. στοιχείο σύνδεσης δύο τμημάτων για την ενίσχυση τής αντοχής τους ή τη διατήρηση σταθερής απόστασης μεταξύ τους (π.χ. τα σασί τών οχημάτων) 2. κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συνδέει σταυρωτά άλλα κομμάτια (αμφιδέτης,… …   Dictionary of Greek

  • διαπήγνυμι — (Α) βλ. διαπηγνύω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»